ηφαιστίτις

ηφαιστίτις
ἡφαιστῑτις, ή (Α)
άγνωστος πολύτιμος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + επίθημα -ιτις (πρβλ. ζεφυρ-ίτις, χρυσ-ίτις). Η λ. απαντά και ως αρσ. ο ηφαιστίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”